- σκευοποιώ
- -έω, Α [σκευοποιός]1. παρασκευάζω κάτι με τέχνη, με πανουργία, με ευφυΐα (α. «σκευοποιεῑν τὰς ὄψεις» — λεγόταν για τις γυναίκες που έβαφαν τα πρόσωπά τους, Αλεξ.β. «σκευοποιεῑν διαθήκας» — το να γράφει κανείς πλαστή διαθήκη, Ισαί.)2. (το παθ.) σκευοποιοῡμαι, -έομαια) κατασκευάζω, φτειάχνωβ) αλλάζω σκευή, αλλάζω ένδυμα, μεταμφιέζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.