σκευοποιώ

σκευοποιώ
-έω, Α [σκευοποιός]
1. παρασκευάζω κάτι με τέχνη, με πανουργία, με ευφυΐα (α. «σκευοποιεῑν τὰς ὄψεις» — λεγόταν για τις γυναίκες που έβαφαν τα πρόσωπά τους, Αλεξ.
β. «σκευοποιεῑν διαθήκας» — το να γράφει κανείς πλαστή διαθήκη, Ισαί.)
2. (το παθ.) σκευοποιοῡμαι, -έομαι
α) κατασκευάζω, φτειάχνω
β) αλλάζω σκευή, αλλάζω ένδυμα, μεταμφιέζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • σκευοποίημα — ατος, τὸ, Α [σκευοποιῶ] 1. τέχνασμα, δόλος, πανουργία 2. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκευοποιήματα το προσωπείο και τα ενδύματα τού ηθοποιού τραγωδίας («τὰ μὲν τοῡ Πενθέως σκευοποιήματα παρέδωσε τινι τῶν χορευτῶν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”